-
1 ἀργύριον
A small coin, piece of money, Ar.Fr. 262, X.Oec.19.16, etc.: pl. (v. Poll.9.89), Ar.Av. 600, Eup.155, X.l.c.: then,2 collectively, money, Ar.Pl. 156, 158, al.; ἀ. ῥητόν a fixed sum, Th.2.70; εἰς ἀ. λογισθέντα calculated in our money, X.Cyr.3.1.33; ἀ. καθαρόν 'hard cash', Theoc.15.36: in Com. with Art., τἀργύριον the money, the cash,δανείζεσθαι Ar.Nu. 756
; ἀπαιτεῖν ib. 1247;κατατιθέναι Antiph.124.14
, etc.; soτἀ. καταβάλλειν Th.1.27
, etc.II = ἄργυρος, silver,πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Hdt.3.13
; ἀ. ἐπίσημον andἄσημον Th.2.13
;χρυσίον καὶ ἀ. Pl.Alc.1.122e
; lead oxide,Hp.
Nat.Mul.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργύριον
-
2 ἑτοιμάζω
ἑτοιμάζω ( ἑτοῖμος), bereit setzen, halten, zurecht machen, herbeischaffen, γέρας Il. 1, 118. 19, 187; eben so das med., ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀϑήνῃ 10, 571; Od. 13, 184; ἔγκλημα, αἰτίαν ϑ' ἑτοι-μάσας Soph. Tr. 360; δῶμα, σφάγια, auch δάκρυα, verursachen, Eur. Alc. 365 Heracl. 400 Suppl. 470; Schiffe, Her. 6, 95; ἀργύριον ῥητόν Thuc. 2, 7; πλήρωσιν Plat. Gorg. 492 d. – Med. für sich bereiten, vorbereiten, τὰ περὶ τοὺς νεκρούς Her. 8, 24; sich rüsten, Thuc. 4, 77 u. öfter; τροφὴν ἄφϑονόν εἰσιν ἡτοιμασμένοι Dem. 23, 209, wie Xen. Cyr. 3, 3, 5; σάλπιγγας Pol. 8, 32, 7; a. Sp., ὁδόν Matth. 3, 3. – In LXX. = befestigen.
-
3 ετοιμαζω
(pf. ἡτοίμακα - pass. ἡτοίμασμαι)1) тж. med. приготовлять(γέρας τινί, med. ἱρὸν Ἀθήνῃ Hom.; ἀργύριον ῥητόν Thuc.)
κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Hom. — пусть приготовит вепря для заклания2) med. приготовлять для себя, запасаться(πλείονα ἡτοιμασμένος Xen.)
3) med. готовиться, приготовляться(πρὸς τέν χειμασίαν Polyb.)
4) med. принимать необходимые меры5) med. готовить, устраивать, приводить в порядок(δῶμα Eur.; τέν ὁδόν τινος NT.)
6) med. снаряжать, оснащать(νέας Her.; στρατιήν Her.)
7) med. подготовлять, организовывать(τιμωρίαν Thuc.)
8) med. вызывать, причинять(δάκρυα Eur.)
-
4 ἑτοιμάζω
Aἡτοίμακα Plb.3.72.6
: [tense] pf. [voice] Pass. ἡτοίμασμαι both in med. and pass. sense v. infr.): ([etym.] ἑτοῖμος):—get ready, prepare, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ' Il.1.118; [ νέας] Hdt.6.95;στρατιώτας Act.Ap.23.23
; ,al.;ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν τε S.Tr. 361
; ; ; δάκρυα δ' ἑτοιμάζουσι to those furnishing them, Id.Supp. 454;ἀργύριον ῥητόν Th.2.7
, etc.; ἑαυτὸν ἵνα .. Apoc.8.6.II [voice] Med., cause to be prepared,ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ Il.10.571
;ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Od.13.184
, cf. Hdt. 8.24;ἑτοιμασάμενος ἃ δεῖ Inscr.Prien.55.34
(ii B.C.).2 with [tense] pf. [voice] Pass. ἡτοίμασμαι, prepare for oneself, τἄλλα ἡτοιμάζετο made his other arrangements, Th.4.77;ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν Id.1.58
;πλείονα ἡτοιμασμένος X.Cyr.3.3.5
;τροφὴν ἡτοιμασμένοι D.23.209
;τὰ πρὸς τὸν βίον Epicur.Sent.Vat. 30
, cf. Metrod.Fr.53.III [voice] Pass., to be prepared, ἔλεγε ἡτοιμάσθαι that preparations had been made, Th.6.64, cf. 7.62, etc.; ἑ. τι to be prepared with.., Plb.8.30.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτοιμάζω
-
5 Fixed
adj.Of stars: P. ἀπλανής.Stationary: P. στάσιμος.Firmly planted: Ar. and V. πηκτός.Fixed doom: V. τελεία ψῆφος.Appointed, settled: P. and V. τεταγμένος, προκείμενος.A fixed quantity of bread: P. σῖτος τακτός (Thuc. 4, 16).For a fixed period: P. χρόνον τακτόν (Dem. 45).Fixed sum of money: P. ἀργύριον ῥητόν (Thuc. 4, 69).Be fixed, be settled: V. ἀραρέναι (perf. of ἀραρίσκειν).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fixed
-
6 ῥητός
A stated, specified, covenanted, μισθῷ ἔπι ῥ. Il.21.445; παρεῖναι ἐς χρόνον ῥ. Hdt.1.77, cf. Aeschin.3.124; ἐν ἡμέραις ῥ. Th.6.29; ; ῥ. ἀργύριον a stated sum, Id.2.7, 4.69; ἐπὶ ῥητοῖσι, [dialect] Att. ἐπὶ ῥητοῖς, on stated terms, on certain conditions, according to covenant, Hdt.5.57, E.Hipp. 459, Th.1.122, And.3.22, al.;παρέσεσθαι εἰς ῥ. ἡμέραν X.HG3.5.6
; ῥ. ἀπόκρισις a distinct, definite answer, Plb.32.6.7: ῥητόν, τό, fixed date for a lawsuit, PSI4.463.14 (iii B.C.), etc.; so perh.ἀπὸ ῥητῶν IG12
(9).1273 (Euboea, vi B.C.). Adv. - τῶς expressly, distinctly, Plb.3.23.5, SIG685.77 (ii B.C.), Phld.Rh.1.105 S., 1 Ep.Ti.4.1, Gal.17(2).427: [comp] Sup.ῥητότατα S.E.M.7.16
.3 of language, in common use (= συνήθης), A.D.Pron. 113.18;φράσις Id.Synt.39.15
. Adv.- τῶς Phld.Rh.1.161
S.II that may be spoken or told,εἰ ῥητόν, φράσον A.Pr. 765
; ἦ ῥητόν; ἢ οὐχὶ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι; S.OT 993; αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι ib. 1289;ῥ. ἄρρητόν τ' ἔπος Id.OC 1001
; δεινὸν γάρ, οὐδὲ ῥ. Id.Ph. 756; cf.ἄρρητος 111.3
.2 that can be spoken or enunciated, , cf. 205d, 205e;διάλεκτοι Phld.Rh.1.110S.
;οὐ ῥ. κατ' ἰδίαν αἱ ἐγκλιτικαί A.D.Pron.36.30
; communicable in words, Pl.Ep. 341c.III Math., rational, of magnitudes, opp. surds ([etym.] ἄλογα), ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Id.R. 546c
, Hp.Ma. 303b, cf. Euc.10 Deff.3 and 4, Hero *Deff.128; in Metric, ῥ. πούς, opp. ἄλογος, Aristid.Quint.1.14; v. ἄρρητος IV.IV τὸ ῥ. the precise, literal contents of a document, the letter of the law, S.E.M.2.36, etc.; ῥητός literal, opp. allegorical, Ph.1.69, al.V = ῥῆμα 1.3, even of a living thing, Hebr. dâvâr, LXX Ex.9.4. -
7 ἐφ-όδιος
ἐφ-όδιος, ion. ἐπόδιος, auf den Weg, zur Reise nöthig, τὸ ἐφόδιον, Reisevorrath, Reisegeld, bes. im plur., ἐπόδιά σφι δοῠναι Her. 4, 203, wie Lys. 12, 11 u. Plat. Ep. VII, 350 b; ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar. Ach. 53; καὶ ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντες ἐφόδιον Thuc. 2, 70; ἐφοδίων ἀπορεῖν Lys. 16, 14; ἐφόδια τοῖς ἵπποις Andoc. 4, 30; τὰ τῆς φυγῆς ἐφόδια Aesch. 1, 172; Unterhaltungskosten eines Heeres im Kriege, δι' ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις Dem. 3, 20; vgl. Thuc. 6, 31; τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arist. rhet. 3, 10; übh. Beförderungs-, Hülfsmittel wozu, τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον ὀνομάζει Plut. Alex. 8; εἰς ἀνδρείαν Hdn. 2, 10, 11; Luc. u. a. Sp.
-
8 εφοδιον
ион. ἐπόδιον τό (преимущ. pl.)1) дорожные припасы, средства на дорогу Her., Lys., Arph., Plat., Aeschin., Plut.2) ( вообще) средства, деньги для необходимых затрат(τὰ ἐφόδια ἱκανά τινι Dem.)
τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arst. — средства, необходимые для ведения войны3) перен. путь, средство достижения(τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς Plut.)
-
9 ἐφόδιον
A supplies for travelling, money and provisions, esp. of an army, ἐπόδια δοῦναι, λαβεῖν, Hdt.4.203, 6.70; ; of an ambassador's travelling-allowance,ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar.Ach.53
, cf. Men.Pk. 160;ἐφόδι' ἀναλίσκειν D.19.311
, cf. BCH6.25 (Delos, ii B. C.): sg. in PSI 4.363.17 (iii B. C.): generally, ways and means, maintenance,ἐφόδια τῷ γήρᾳ ἱκανά D.49.67
, cf. Ar.Pl. 1024;τὰ τῆς φυγῆς ἐ. Aeschin.1.172
, Plu.Arat.6; τὰ ἐ. τοῦ πολέμου the sinews of war, Arist.Rh. 1411a12;ἐφόδια τοῖς ἵπποις And.4.30
; of public money, ; in phys. sense, τὰ ἐν σώματι ὑπάρχοντα ἐ. Arist.Pr. 871b24.2 less freq. in sg.,εὐσεβὴς βίος μέγιστον ἐ. Epich. [261]
;ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας ἐ. Th.2.70
;οὐκ ἔχων.. εἰ μὴ παῖδα καὶ ὅσον ἐ. X.An.7.3.20
; , cf. SIG390.58 (iii B. C.): metaph.,εἰς τὴν εὔνοιαν Hyp. Epit.27
;ἡ χηστότης.. θαυμαστὸν ἐ. βίῳ Men.472
, cf. 360, 792;πρὸς εὔνοιαν Phld.Lib.p.180
.;τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐ. νομίζων Plu.Alex.8
;τὴν σωφροσύνην ἐ. εἰς τὸ γῆρας ἀποτίθεσθαι Id.2.8c
;ἐ. παιδείας ὁ πλοῦτος Artem.4.67
.3 metaph., = ἀφορμή, D.34.35, Hyp.Eux.19;εἰς τὸ ἐπιβουλεύειν Sor.1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφόδιον
См. также в других словарях:
αργύριο — και ον, το (AM ἀργύριον) [άργυρος] πληθ. 1. χρήματα 2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας 3. ο άργυρος ως μέταλλο αρχ. 1. μικρό νόμισμα, κέρμα 2. τα χρήματα, τα μετρητά 3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» ορισμένο χρηματικό ποσό … Dictionary of Greek
εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… … Dictionary of Greek